ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… … Dictionary of Greek
ῥάχη — ῥάχας wooded ridge masc voc sg ῥάχη fem nom/voc sg (attic epic ionic) ῥάχις the lower part of the back fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) ῥά̱χη , ῥᾶχος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥά̱χη , ῥᾶχος neut nom/voc/acc dual (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσατλαντική ράχη — Πρόκειται για τη μεσοωκεάνια ράχη που απλώνεται σε όλο το μήκος του Ατλαντικού ωκεανού, από την Ισλανδία μέχρι το γεωγραφικό πλάτος του ακρωτηρίου Χορν, διαιρώντας τον Ατλαντικό σε δύο κύριες λεκάνες, την ανατολική και τη δυτική. Τα υψηλότερα… … Dictionary of Greek
Άνω Ράχη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 260 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λούρου … Dictionary of Greek
Μεγάλη Ράχη — Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πραμάντων … Dictionary of Greek
Παχειά Ράχη — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ.), στην πρώην επαρχία Αίγινας του νομού Πειραιώς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας και βρίσκεται NA και κοντά στην πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού. Tο ίδιο όνομα έχει και η νότια πλαγιά του βουνού της Αίγινας… … Dictionary of Greek
Υψηλή Ράχη — Oνομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40), στην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λουσικών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440), στην επαρχία Δράμας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης… … Dictionary of Greek
καταραχίζω — 1. (για ψαράδες) χτυπώ μεγάλο ψάρι στη ράχη 2. κατεβαίνω από τη ράχη βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «χτυπώ ψάρι στη ράχη» < κατ(α) * + ραχίζω (< ράχη). Με τη σημ. «κατεβαίνω από τη ράχη τού βουνού» < καταράχι] … Dictionary of Greek
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek